-
1 συγ-καθ-ιδρύω
συγ-καθ-ιδρύω (s. ἱδρύω), zugleich niedersetzen, zugleich weihen, τῇ Ἀφροδίτῃ τὸν Ἑρμῆν, Plut. praec. conj. prooem., de aud. 13.
См. также в других словарях:
Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… … Dictionary of Greek